εὐκατάπληκτος

εὐκατάπληκτος
εὐκατάπληκτος
easily scared
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευκατάπληκτος — εὐκατάπληκτος, ον (ΑΜ) αυτός που θορυβείται, που φοβάται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατά πληκτος (< καταπλήσσω), πρβλ. α κατά πληκτος, δυσ κατά πληκτος)] …   Dictionary of Greek

  • εὐκατάπληκτον — εὐκατάπληκτος easily scared masc/fem acc sg εὐκατάπληκτος easily scared neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαταπλήκτοις — εὐκατάπληκτος easily scared masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατάπληκτοι — εὐκατάπληκτος easily scared masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”